- Θελξιέπεια
- Θελξιέπεια, ἡ (Μ) [θελξιεπής]η μια από τις δύο Σειρήνες (Αγλαοφήμη και Θελξιέπεια), αυτή που θέλγει, που μαγεύει με τους λόγους ή με τη φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θελξιέπεια — Θελξιεπεία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θελξιέπειαν — Θελξιεπεία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sirène (mythologie) — Pour les articles homonymes, voir Sirène. Œuvre de John William Waterhouse Une sirène (en grec ancien … Wikipédia en Français
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek